- ἀργι-νεφής
ἀργι-νεφής, ὀπός, weiß wie Wolken, Soph. frg. 479.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀργι-νεφής, ὀπός, weiß wie Wolken, Soph. frg. 479.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αργινεφής — ἀργινεφής ( οῡς), ές (Α) λευκός σαν σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + νεφής < νέφος (πρβλ. ευρυνεφής, κελαινεφής κ.ά.)] … Dictionary of Greek