- ὀρει-βασία
ὀρει-βασία, ἡ, das Wandeln auf, über die Berge; Ael. H. A. 3, 2; Strab. 10, 3 a. E., = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρει-βασία, ἡ, das Wandeln auf, über die Berge; Ael. H. A. 3, 2; Strab. 10, 3 a. E., = Folgdm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλοβασία — καλοβασία, ἡ (Μ) το να βαδίζει κάποιος πάνω σε καλόβαθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βασία (< βάτης < βαίνω), πρβλ. ακρο βασία, ορει βασία] … Dictionary of Greek
υπνοβασία — (Ιατρ.). Κινητική δραστηριότητα που εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, με τρόπο συμπτωματικό και έξω από οποιονδήποτε έλεγχο της συνείδησης. Το άτομο δε θυμάται τις πράξεις που εκτελεί κατά την υ., κρατά γενικά τα μάτια ανοιχτά και το… … Dictionary of Greek