ὀρει-δρόμος

ὀρει-δρόμος

ὀρει-δρόμος, die Berge durchlaufend, ἔλαφος, Eur. I. A. 1593.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ορειδρόμος — ὀρειδρόμος και, δ. γρφ., ὀριδρόμος, ον και ὀρεσ(σ)ιδρόμος και οὐρεσίδρομος, ον (Α) αυτός που διατρέχει τα όρη («ἔλαφον ὀρειδρόμον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι / ὀρεισ(σ)ι (βλ. λ. όρος [II]) + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. πελαγο δρόμος] …   Dictionary of Greek

  • τριβοβατώ — έω, Α 1. περιφέρομαι στους δρόμους 2. (μόνο μτφ.) είμαι έμπειρος («ὥσπερ ἔλαφοι ἐν τῷ ὄρει, τριβοβατοῡσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἁγίων», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβος «δημόσιος δρόμος» + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. σχοινο βατῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”