- ὀρεικός
ὀρεικός, von Maulthieren, ὀρεύς, dazu gehörig, ζεῦγος, ein Maulthiergespann; Sp., für ὀρικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρεικός, von Maulthieren, ὀρεύς, dazu gehörig, ζεῦγος, ein Maulthiergespann; Sp., für ὀρικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορεικός — ὀρεικός, ή, όν (Α) βλ. ορικός … Dictionary of Greek
ὀρεικά — ὀρεικός neut nom/voc/acc pl ὀρεικά̱ , ὀρεικός fem nom/voc/acc dual ὀρεικά̱ , ὀρεικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεικῶν — ὀρεικός fem gen pl ὀρεικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεικόν — ὀρεικός masc acc sg ὀρεικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορικός — (I) ή, ό (Α ὁρικός, ή, όν) [όρος (Ι)] νεοελλ. φρ. α) «ορική γωνία» φυσ. η ελάχιστη γωνία πρόσπτωσης μιας φωτεινής ακτίνας πάνω στη διαχωριστική επιφάνεια δύο διαφανών οπτικών μέσων, ώστε να διαθλαστεί, κινούμενη στη συνέχεια παράλληλα προς την… … Dictionary of Greek