ἀργικός

ἀργικός

ἀργικός, unthätig, Eur. fr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αργικός — ἀργικός, ή, όν (Α) αργός (II)*, οκνηρός …   Dictionary of Greek

  • φιλαργικός — ή, όν, Α 1. αυτός που αγαπά την αργία, οκνηρός 2. φρ. «φιλαργικὸς βίος» ζωή γεμάτη υλικές απολαύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀργικός «οκνηρός» (< ἀργός [II])] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”