- ἀρκετός
ἀρκετός, hinreichend, Chrysipp. bei Ath. III, 113 b; oft N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρκετός, hinreichend, Chrysipp. bei Ath. III, 113 b; oft N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρκετός — sufficient masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρκετός — ή, ό (Α ἀρκετός, ή, όν) [αρκώ] ο επαρκής, ο ικανοποιητικός νεοελλ. (με αποδοκιμαστική σημασία) αυτός ο οποίος ξεπερνά το συνηθισμένο όριο ή αυτό που πρέπει («έχει αρκετή πονηρία») αρχ. το μέχρι το έσχατο όριο ανοχής, εκείνο που φτάνει πια … Dictionary of Greek
αρκετός — ή, ό επίρρ. ά επαρκής, ικανός, όσος χρειάζεται: Τον έχω συναντήσει αρκετές φορές. – Αρκετά δούλεψες, κάτσε τώρα να ξεκουραστείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρκετά — ἀρκετός sufficient neut nom/voc/acc pl ἀρκετά̱ , ἀρκετός sufficient fem nom/voc/acc dual ἀρκετά̱ , ἀρκετός sufficient fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκετῶν — ἀρκετός sufficient fem gen pl ἀρκετός sufficient masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκετόν — ἀρκετός sufficient masc acc sg ἀρκετός sufficient neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκεταί — ἀρκετός sufficient fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκετοῖς — ἀρκετός sufficient masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκετοί — ἀρκετός sufficient masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκετούς — ἀρκετός sufficient masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρκετή — ἀρκετός sufficient fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)