ὀρει-τρεφής

ὀρει-τρεφής

ὀρει-τρεφής, ές, = Folgdm, Luc. Alex. 48.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορειτρεφής — ὀρειτρεφής, ές (Α) αυτός που τράφηκε ή ανατράφηκε στα όρη («ὀρειτρεφέος ποταμοῑο», Τρυφιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλι τρεφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”