- ὀργιστικός
ὀργιστικός, anreizend, oder reizbar, zum Zorn geneigt, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀργιστικός, anreizend, oder reizbar, zum Zorn geneigt, E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οργιστικός — ή, ό (Α ὀργιστικός, ή, όν) [οργιστός] 1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οργίλος 2. αυτός που εξοργίζει κάποιον, εξοργιστικός. επίρρ... ὀργιστικῶς (Α) με τρόπο που εξοργίζει κάποιον … Dictionary of Greek