- ὀργυιόεις
ὀργυιόεις, εσσα, εν, poet. = Vorigem, Nic. Ther. 216.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀργυιόεις, εσσα, εν, poet. = Vorigem, Nic. Ther. 216.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οργυιόεις — ὀργυιόεις, εσσα, εν (Α) οργιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργυιά + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek