- ἀργυρεύω
ἀργυρεύω, Silber graben, Diod. Sic. 5, 36; Strab. = Silber schmelzen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀργυρεύω, Silber graben, Diod. Sic. 5, 36; Strab. = Silber schmelzen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αργυρεύω — ἀργυρεύω, (Α) [άργυρος] σκάβω για να βρω άργυρο … Dictionary of Greek
ἀργυρευόντων — ἀργυρεύω dig for silver pres part act masc/neut gen pl ἀργυρεύω dig for silver pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek