- ἀργυρό-παστος
ἀργυρό-παστος, silbergestickt, ἐνδύματα, s. Koen ad Greg. Cor. p. 454, der es auch Polyaen. 4, 16, 1, wo ὅπλα ἀργυρό-παρτα steht, emendiren will, mit Silber ausgelegte Waffen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀργυρό-παστος, silbergestickt, ἐνδύματα, s. Koen ad Greg. Cor. p. 454, der es auch Polyaen. 4, 16, 1, wo ὅπλα ἀργυρό-παρτα steht, emendiren will, mit Silber ausgelegte Waffen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύπαστος — ον, Α πολυκέντητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παστός (< πάσσω «διακοσμώ»), πρβλ. αργυρό παστος, χρυσό παστος] … Dictionary of Greek
χρυσόπαστος — ον, ΜΑ, θηλ. και χρυσοπάστα Α διακοσμημένος, κεντημένος με χρυσό («ἐσθῆτα χρυσόπαστον ποιησάμενος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + παστος (< παστός < πάσσω «υφαίνω, κεντώ»), πρβλ. ἀργυρό παστος] … Dictionary of Greek