- ὀρεσί-οικος
ὀρεσί-οικος, = ὀρείοικος, Erkl. von ὀρεσκῷος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρεσί-οικος, = ὀρείοικος, Erkl. von ὀρεσκῷος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύλοικος — μύλοικος, ὁ (Α) είδος σκαθαριού ή κατσαρίδας που ζει σε μύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + οικος (< οἶκος), πρβλ. ορεσί οικος] … Dictionary of Greek
πτολίοικος — ον, Α ο κάτοικος μιας πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. τού πόλις + οικος (< οἶκος), πρβλ. ορεσί οικος] … Dictionary of Greek
ορείοικος — ὀρείοικος και ὀρεσίοικος και οὐρεσίοικος, ον (Α) αυτός που κατοικεί στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρεσί (βλ. λ. όρος [II]) + οικος (< οἶκος), πρβλ. αερί οικος] … Dictionary of Greek
οικότροφος — η, ο (Α οικότροφος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ζει και τρέφεται σε ξένο σπίτι επί πληρωμή 2. (για μαθητή) αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σχολείο στο οποίο φοιτά, εσωτερικός αρχ. αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος +… … Dictionary of Greek