- ὀρεσί-τροφος
ὀρεσί-τροφος, = ὀρείτροφος, der Löwe, Il. 12, 299 Od. 6, 130 u. sp. D., wie Maneth. 5, 281.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρεσί-τροφος, = ὀρείτροφος, der Löwe, Il. 12, 299 Od. 6, 130 u. sp. D., wie Maneth. 5, 281.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οικότροφος — η, ο (Α οικότροφος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ζει και τρέφεται σε ξένο σπίτι επί πληρωμή 2. (για μαθητή) αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σχολείο στο οποίο φοιτά, εσωτερικός αρχ. αυτός που διαμένει και τρέφεται στο σπίτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος +… … Dictionary of Greek
δακρυσίστακτος — δακρυσίστακτος, ον (Α) 1. όποιος στάζει πολλά δάκρυα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δακρυσίστακτα με πολλά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυσι, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού + στακτός (πρβλ. αρμασί δουπος, ναυσί θοος, ορεσί τροφος, χερσι δάμας) … Dictionary of Greek
ορείτροφος — ὀρείτροφος και ὀρίτροφος, και ὀρεσίτροφος, ον (Α) αυτός που τρέφεται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει / ὀρι / ὀρεσί (βλ. λ. όρος [II]) + τροφος (< τρέφω), πρβλ. αλί τροφος] … Dictionary of Greek
ωρεσίτροφος — ον, Α (ποιητ. τ.) ὠρείτροφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. αντί ὀρεσίτροφος < ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + τροφος*] … Dictionary of Greek