- ὀρεσχάς
ὀρεσχάς, άδος, ἡ, = ὄσχη, Weinranke voll Trauben, Harpocr. v. ὀσχοφόρος, auch αὐροσχάς, ἀρασχάς, ἀρέσχη geschrieben, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρεσχάς, άδος, ἡ, = ὄσχη, Weinranke voll Trauben, Harpocr. v. ὀσχοφόρος, auch αὐροσχάς, ἀρασχάς, ἀρέσχη geschrieben, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορεσχάς — ὀρεσχάς, άδος, ἡ (Α) η όσχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ὀρεσχάς (< *ὀρ οσχάς) έχει προέλθει με συμφυρμό τών λ. ὄρ μενος «βλαστός» και ὄσχη (Ι) «νέο κλήμα» και τροπή τού ο σε ε ] … Dictionary of Greek
ὀρεσχάς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρεσχάδα — ὀρεσχάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)