ἀριστερό-χειρ

ἀριστερό-χειρ

ἀριστερό-χειρ, ρος, linkhändig, der nur die linke Hand braucht, Synes.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καυσόχειρ — καυσόχειρ, ος, ὁ (Μ) αυτός που έχει καμένο το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ τού καίω (πρβλ. καύσ η, ἔ καυσ α), + χειρ (< χείρ), πρβλ. αριστερό χειρ, αυτό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • κολόχειρ — κολόχειρ, ρος, ό, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + χειρ (< χείρ), πρβλ. αριστερό χειρ, μονό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • κολοβόχειρ — κολοβόχειρ, ειρος, ὁ, ἡ (AM) αυτός που έχει κολοβό χέρι ή χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + χείρ (πρβλ. αριστερό χειρ, καρτερό χειρ)] …   Dictionary of Greek

  • κραταιόχειρ — κραταιόχειρ, ειρος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει δυνατά χέρια, κραταιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + χείρ, χειρός (ἡ), πρβλ. αριστερό χειρ, μονό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • κρατερόχειρ — κρατερόχειρ, ειρος, ὁ (Α) αυτός που έχει δυνατό χέρι, ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + χείρ, χειρός (πρβλ. αριστερό χειρ, μονό χειρ)] …   Dictionary of Greek

  • λαϊνόχειρ — λαϊνόχειρ, ειρος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόχειρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος «πέτρινος» + χείρ (πρβλ. αριστερό χειρ, κρατερό χειρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”