- ὀρεσσι-πόλος
ὀρεσσι-πόλος, = ὀρεοπόλος, Nonn. D. 13, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρεσσι-πόλος, = ὀρεοπόλος, Nonn. D. 13, 137.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορεοπόλος — ὀρεοπόλος και ὀρεσσιπόλος, ον (Α) αυτός που περιφέρεται ανά τα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο / ὀρεσσι (βλ. λ. όρος [II]) + πόλος (< πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. νυκτι πόλος] … Dictionary of Greek