- ὀρύκτωρ
ὀρύκτωρ, ορος, ὁ, = ὀρυκτήρ, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρύκτωρ, ορος, ὁ, = ὀρυκτήρ, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορύκτωρ — ὀρύκτωρ, ὁ (Α) μεταλλωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα τωρ (πρβλ. πράκ τωρ)] … Dictionary of Greek
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek