- ὀρύχω
ὀρύχω, = ὀρύσσω, Arat. Dios. 354, vgl. Lob. Phryn. 318.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρύχω, = ὀρύσσω, Arat. Dios. 354, vgl. Lob. Phryn. 318.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορύχω — ὀρύχω (Α) ὀρύσσω* … Dictionary of Greek
ορύσσω — και ορύττω (ΑΜ ὀρύσσω, Α και δ. γρφ. ὀρύχω, αττ. τ. ὀρύττω) σκάβω, ανοίγω κοίλωμα στη γη με εκσκαφή, ανασκάπτω, κατασκευάζω όρυγμα («ἔκτοσθεν δὲ βαθεῑαν ὀρύζομεν ἐγγύθι τάφρον», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τους ασπάλακες, τους τυφλοπόντικες) σκάβω… … Dictionary of Greek
γεωρυχώ — γεωρυχῶ ( έω) (Α) σκάβω βαθιά μέσα στη γη, ανοίγω σήραγγα ή μεταλλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + ορυχώ < ορύσσω] … Dictionary of Greek
κατορύχω — (Α) κατορύσσω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀρύχω (μτγν. τ. τού ὀρύσσω) «σκάβω»] … Dictionary of Greek