ἀρόσιμος

ἀρόσιμος

ἀρόσιμος (fem. χώρη ἀροσίμη Orac. Sib.), ον, zu beackern, fruchtbar, γῆ; auch ἀρώσιμος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρόσιμος — ἀρόσιμος, ον (Α) [άροσις] 1. ο κατάλληλος για καλλιέργεια 2. μτφ. (για γυναίκα) η κατάλληλη να συλλάβει και να γεννήσει 3. ο καρπερός …   Dictionary of Greek

  • ἀρόσιμος — arable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρόσιμος — η, ο πρόσφορος για καλλιέργεια, γόνιμος: Στη χώρα μας οι αρόσιμες εκτάσεις είναι σχετικά λίγες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρόσιμον — ἀρόσιμος arable masc/fem acc sg ἀρόσιμος arable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροσίμοις — ἀρόσιμος arable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροσίμου — ἀρόσιμος arable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀροσίμῳ — ἀρόσιμος arable masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρόσιμα — ἀρόσιμος arable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρόσιμοι — ἀρόσιμος arable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολιγηροσίη — ὀλιγηροσίη, ἡ (Α) καλλιεργήσιμη γη μικρής εκτάσεως, μικρός αρόσιμος αγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἄροσις «όργωμα, καλιεργήσιμη γη». Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՐՈՅ — ( ) NBH 2 0797 Chronological Sequence: Unknown date ա. Ի սեռականէ բառիս Վար, որպէս Վարիլ, արօրադրելի. ἁρόσιμος arabilis. *Ոչ թզեան մի երկիր վարոյ՝ տեղի կայր. Ոսկ. հերոդ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”