παρ-έλευσις

παρ-έλευσις

παρ-έλευσις, , das Vorübergehen, bei Suid. Erkl. von παροδεία.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προέλευση — η / προέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ η καταγωγή, το γένος, η οικογένεια από τα οποία προέρχεται κάποιος (α. «άνθρωπος άγνωστης προέλευσης» β. «προελεύσει σαρκικῇ ἐκ τῆς Παρθένου τεχθῆναι», Λεόντ. γ. «τὴν θεανδρικὴν ἐκ τῆς Μαρίας προέλευσιν», Γρηγ. Ναζ.)… …   Dictionary of Greek

  • παρέλευση — η / παρέλευσις, εύσεως, ΝΜ 1. το πέρασμα κοντά ή μπροστά από κάτι, η διάβαση 2. (για χρόνο και για υποδιαιρέσεις του) πάροδος («μετά την παρέλευση αρκετού χρονικού διαστήματος») μσν. μτφ. ο θάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔλευσις «ερχομός»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”