- ἀρωματο-φόρος
ἀρωματο-φόρος, Gewürzkräuter tragend, Strab.; Plut. Alex. 25; Luc. Macrob. 17; δένδρα Arist. plant. 1, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρωματο-φόρος, Gewürzkräuter tragend, Strab.; Plut. Alex. 25; Luc. Macrob. 17; δένδρα Arist. plant. 1, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιεροφόρος — ἱεροφόρος, ον διάφ. τ. τού ἱεραφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. αρωματο φόρος, σωματο φόρος] … Dictionary of Greek