ἀρωματικός

ἀρωματικός

ἀρωματικός, gewürzhaft, Plut. an seni 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρωματικός — ή, ό (AM ἀρωματικός, ή, όν) [άρωμα (Ι)] αυτός που αναδίνει άρωμα, ο ευωδιαστός …   Dictionary of Greek

  • ἀρωματικός — ἀ̱ρωματικός , ἀρωματίζω spice perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀρωματικός aromatic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρωματικός — ή, ό αυτός που έχει άρωμα, μυρουδάτος: Όλα σχεδόν τα σαπούνια που κυκλοφορούν είναι αρωματικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρωματικά — ἀρωματικός aromatic neut nom/voc/acc pl ἀρωματικά̱ , ἀρωματικός aromatic fem nom/voc/acc dual ἀρωματικά̱ , ἀρωματικός aromatic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωματικώτερον — ἀρωματικός aromatic adverbial comp ἀρωματικός aromatic masc acc comp sg ἀρωματικός aromatic neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωματικῶν — ἀρωματικός aromatic fem gen pl ἀρωματικός aromatic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωματικόν — ἀρωματικός aromatic masc acc sg ἀρωματικός aromatic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναφθαλίνη — Αρωματικός υδρογονάνθρακας του τύπου C10H8, που αποτελείται από συμπυκνωμένους βενζολικούς δακτυλίους. Η ν. είναι το αφθονότερο συστατικό στο κατράμι του ορυκτού άνθρακα, από τον οποίο εξάγεται σε βιομηχανική κλίμακα. Ο Καρλ Κρέμπε απέδειξε τη… …   Dictionary of Greek

  • τολουόλιο ή μεθυλοβενζόλιο — Αρωματικός υδρογονάνθρακας του τύπου C6H5–CH3· μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το βενζόλιο, αν αντικατασταθεί ένα άτομο υδρογόνου από μία μεθυλική ομάδα. Στη φύση βρίσκεται σε μερικά πετρέλαια, στα προϊόντα απόσταξης διαφόρων ρητινών ή… …   Dictionary of Greek

  • ἀρωματικοῖς — ἀρωματικός aromatic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωματικοῦ — ἀρωματικός aromatic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”