ἀρωγός

ἀρωγός

ἀρωγός, όν, beistehend, schützend, hülfreich, τινί, z. B. ϑάλος ἀρ. δόμοις Pind. Ol. 2, 49; βέλεα ἀρ. Soph O. R. 206; neutr., Aesch. Prom. 999; Eum. 464; Soph. El. 454; γένος ναΐας τέχνας ἀρ., behülflich bei, Ai. 850; die Flasche heißt δίψας ἀρωγός Antiphan. Poll. 10, 73. Häufiger subst., Helfer, Beistand; so immer Hom., Iliad. 4, 235. 8, 205. 18, 502. 21, 371. 428 Od. 18, 232. Seltener in Prosa, ταῖς ϑριξίν Plat. Prot. 534 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀρωγός — aiding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρωγός — ή, ό (AM ἀρωγός, όν) [αρήγω] ο βοηθός, αυτός που συντρέχει αρχ. 1. ο χρήσιμος, ο ωφέλιμος 2. ως ουσ. βοηθός στη μάχη ή συνήγορος στο δικαστήριο …   Dictionary of Greek

  • αρωγός, -ός, -ό — βοηθός, προστάτης: Στις προσπάθειές του αυτές αρωγός στάθηκε ο θείος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρωγόν — ἀρωγός aiding masc/fem acc sg ἀρωγός aiding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγοῖς — ἀρωγός aiding masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγοί — ἀρωγός aiding masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγοῦ — ἀρωγός aiding masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγούς — ἀρωγός aiding masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγέ — ἀρωγός aiding masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρωγῷ — ἀρωγός aiding masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοηδρόμιος — και Βοηδρόμος, ο (Α) 1. επίκουρος, αρωγός 2. επίκληση του Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Βοηδρόμος < βοή + δρόμος σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθός* και ο τ. Βοηδρόμιος < βοηδρομώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”