- ὀρχίλος
ὀρχίλος, ὁ, ein Vogel, wahrscheinlich = τροχίλος, Zaunkönig; Ar. Vesp. 1513 Av. 568; Arat. 1025; bei Arist. H. A. 9, 1 ὄρχιλος accentuirt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρχίλος, ὁ, ein Vogel, wahrscheinlich = τροχίλος, Zaunkönig; Ar. Vesp. 1513 Av. 568; Arat. 1025; bei Arist. H. A. 9, 1 ὄρχιλος accentuirt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορχίλος — ὀρχίλος και ὀρχιλος, ὁ (Α) είδος πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀρχίλος παράγεται από το ρ. ὀρχοῦμαι «χορεύω» με την υποκορ. κατάλ. ίλος, που απαντά και σε άλλα ον. πτηνών (πρβλ. σποργ ίλος, τροχ ίλος). Το πτηνό αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τής έντονης… … Dictionary of Greek
ὀρχίλος — wren masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχίλον — ὀρχίλος wren masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχίλων — ὀρχίλος wren masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάλπιγγα — Χάλκινο πνευστό όργανο. Ήταν γνωστό με στοιχειώδη μορφή από τους αρχαίους χρόνους, που το χρησιμοποιούσαν σε δημόσιες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές καθώς και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Εξόδου, οι Εβραίοι, το… … Dictionary of Greek
σαλπιγκτής — ο, ΝΜΑ, και σαλπιστής ΝΑ, και σαλπιχτής Ν, και σαλπικτής και σαλπιγκτήρ, ῆρος και βοιωτ. τ. σαλπικτάς και σαλπιγκτάς Α αυτός που σαλπίζει, που παίζει σάλπιγγα νεοελλ. 1. στρ. στρατιώτης τού οποίου έργο είναι να σαλπίζει τα παραγγέλματα για έγερση … Dictionary of Greek