- ἀρχίδιον
ἀρχίδιον, τό, dim. von ἀρχή, Aemtchen. Ar. Av. 1111; niederer Beamter, Dem. 18, 261.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχίδιον, τό, dim. von ἀρχή, Aemtchen. Ar. Av. 1111; niederer Beamter, Dem. 18, 261.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρχίδιον — ἀρχίδιον, το (Α) [αρχή] μικρό, ανάξιο λόγου δημόσιο λειτούργημα … Dictionary of Greek
ἀρχίδιον — petty office neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιδίοις — ἀρχίδιον petty office neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιδίου — ἀρχίδιον petty office neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχίδια — ἀρχίδιον petty office neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… … Dictionary of Greek