- ἀρχέ-κακος
ἀρχέ-κακος, unheilstiftend, Il. 5, 63; Coluth. 9; Heliod. 1, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχέ-κακος, unheilstiftend, Il. 5, 63; Coluth. 9; Heliod. 1, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυσίκακος — λυσίκακος, ον (Α) αυτός που απαλλάσσει από τις συμφορές («λυσίκακος ὕπνος», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + κακός (πρβλ. αλεξί κακος, αρχέ κακος)] … Dictionary of Greek
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
χαιρέκακος — η, ο / χαιρέκακος, ον, ΝΜΑ αυτός που χαίρεται με τα παθήματα τών άλλων, που νιώθει χαρά για τη δυστυχία τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + κακός. Για τη μορφή τού α συνθετικού πρβλ. αρχε *: άρχω, εχε *: έχω, φέρε : φέρω] … Dictionary of Greek