- ἀρχοντικός
ἀρχοντικός, zum Archon gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχοντικός, zum Archon gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχοντικός — of an archon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχοντικός — ή, ο (AM ἀρχοντικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άρχοντα νεοελλ. 1. εκείνος που ταιριάζει σε άρχοντα, ο μεγαλοπρεπής στην εμφάνιση και στους τρόπους 2. το ουδ. ως ουσ. το σπίτι πλούσιου ή άρχοντα (και φιλοφρονητικά κάθε σπίτι) («Σε… … Dictionary of Greek
αρχοντικός — ή, ό αυτός που ταιριάζει σε άρχοντα: Είχε αρχοντικό παράστημα κι αρχοντικούς τρόπους· το ουδ. ως ουσ., το αρχοντικό το σπίτι ή το κτήμα του άρχοντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρχοντικά — ἀρχοντικός of an archon neut nom/voc/acc pl ἀρχοντικά̱ , ἀρχοντικός of an archon fem nom/voc/acc dual ἀρχοντικά̱ , ἀρχοντικός of an archon fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικῶν — ἀρχοντικός of an archon fem gen pl ἀρχοντικός of an archon masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικόν — ἀρχοντικός of an archon masc acc sg ἀρχοντικός of an archon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικαῖς — ἀρχοντικός of an archon fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικαί — ἀρχοντικός of an archon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικοῖς — ἀρχοντικός of an archon masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικοί — ἀρχοντικός of an archon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοντικοῦ — ἀρχοντικός of an archon masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)