- ὀρχησμός
ὀρχησμός, ὁ, att. = ὀρχηϑμός, das Tanzen; ποδὸς ὀρχησμοί, Aesch. Eum. 354; Panyasis bei Ath. II, 37 b; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρχησμός, ὁ, att. = ὀρχηϑμός, das Tanzen; ποδὸς ὀρχησμοί, Aesch. Eum. 354; Panyasis bei Ath. II, 37 b; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορχησμός — ὀρχησμός, ὁ (Α) [ορχούμαι] χορός, όρχηση … Dictionary of Greek
ὀρχησμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμοῖς — ὀρχησμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμοί — ὀρχησμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμοῦ — ὀρχησμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμούς — ὀρχησμός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμῶν — ὀρχησμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχησμόν — ὀρχησμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)