- ὀρχηστήρ
ὀρχηστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm; κοῦροι ὀρχηστῆρες, Il. 18, 494; Luc. salt. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρχηστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm; κοῦροι ὀρχηστῆρες, Il. 18, 494; Luc. salt. 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορχηστήρ — ὀρχηστήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. ορχηστής 2. ψάρι που σπαρταρά 3. φρ. «ὀρχηστὴρ πολέμοιο» πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρχησ τού ὀρχοῦμαι + επίθημα τήρ (πρβλ. μνησ τήρ)] … Dictionary of Greek
ὀρχηστήρ — warrior masc nom sg ὀρχηστής dancer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστῆρα — ὀρχηστήρ warrior masc acc sg ὀρχηστής dancer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστῆρας — ὀρχηστήρ warrior masc acc pl ὀρχηστής dancer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστῆρες — ὀρχηστήρ warrior masc nom/voc pl ὀρχηστής dancer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστῆρι — ὀρχηστήρ warrior masc dat sg ὀρχηστής dancer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρχηστῆρος — ὀρχηστήρ warrior masc gen sg ὀρχηστής dancer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορχηστήριον — ὀρχηστήριον, τὸ [ορχηστήρ] (Μ) τόπος όπου χορεύουν … Dictionary of Greek