- παρ-έκ-κλισις
παρ-έκ-κλισις, ἡ, das Abbiegen, Ausweichen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-έκ-κλισις, ἡ, das Abbiegen, Ausweichen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek