- ἀρχαιό-τροπος
ἀρχαιό-τροπος, von alter Sitte, alterthümlich, ἐπιτηδεύματα Thuc. 1, 71. Bei Harpocr. ἀρχαιοτρόπως λέγειν, als Erkl. von ἀρχαίως, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχαιό-τροπος, von alter Sitte, alterthümlich, ἐπιτηδεύματα Thuc. 1, 71. Bei Harpocr. ἀρχαιοτρόπως λέγειν, als Erkl. von ἀρχαίως, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισότροπος — η, ο (Α ἰσότροπος, ον) νεοελλ. 1. μαθ. φρ. «ισότροπη ευθεία» φανταστική ευθεία τής οποίας κάθε τμήμα είναι μηδενικού μήκους 2. φυσ. χημ. όρος που χαρακτηρίζει σώματα ή μέσα, οι μακροσκοπικές ιδιότητες τών οποίων σε οποιοδήποτε σημείο τους δεν… … Dictionary of Greek
θηριοτρόπος — θηριοτρόπος, ον (Μ) αυτός που φέρεται και που δρα σαν θηρίο, που έχει τρόπους θηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. αλλό τροπος, αρχαιό τροπος] … Dictionary of Greek
κακουργότροπος — κακουργότροπος, ον (Μ) αυτός που έχει συμπεριφορά κακούργου, σκαιός, μοχθηρός, βάναυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακοῦργος + τροπος (< τρόπος), πρβλ. αρχαιό τροπος, ιδιό τροπος] … Dictionary of Greek
χοιρότροπος — ον, Α αυτός που έχει συμπεριφορά χοίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ἀρχαιό τροπος] … Dictionary of Greek
χυδαιότροπος — ον, Μ αυτός που έχει χυδαίους τρόπους, που συμπεριφέρεται χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαῖος + τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ἀρχαιό τροπος) … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek