ἀρχικός

ἀρχικός

ἀρχικός, zum Herrschen, zur Herrschaft geeignet, gehörig, ἀνήρ Plat. Phaedr. 248 d; καὶ ἡγεμονικός Prot. 352 b; gleich ἱκανὸς ἄρχειν Xen. Mem. 1, 1, 7; vgl. An. 2, 6, 8 ff; πυϑμήν, der Herrscherstamm, Aesch. Ch. 258; γένος, Herrschergeschlecht oder der zu den Aemtern befähigte Stand. Thuc. 2, 80; Plat. Rep. IV, 444 b; vgl. Isocr. 2, 24; – τὸ ἀρχικόν, Herrschertalent, Dion. Hal. 5, 71. – Auch herrschsüchtig, Isocr. 4, 67. – Adv. ἀρχικῶς, Sext. Emp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀρχικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχικός — ή, ό (AM ἀρχικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που βρίσκεται στην αρχή, ο πρώτος αρχ. 1. ο ηγεμονικός, αυτός που ανήκει στον άρχοντα 2. ο κατάλληλος για να κυβερνά 3. ο φίλαρχος, ο αρχομανής 4. ο ανώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχή ή < αρχός] …   Dictionary of Greek

  • αρχικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που είναι ικανός ή θέλει να εξουσιάζει, να άρχει, ο δεσποτικός: Ήταν τύπος αρχικός. 2. αυτός που βρίσκεται (χρονικά ή τοπικά) στην αρχή: Αρχικό γράμμα μιας λέξης είναι αυτό με το οποίο αυτή αρχίζει. – Αρχική έκδοση ενός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρχικά — ἀρχικός of neut nom/voc/acc pl ἀρχικά̱ , ἀρχικός of fem nom/voc/acc dual ἀρχικά̱ , ἀρχικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχικώτερον — ἀρχικός of adverbial comp ἀρχικός of masc acc comp sg ἀρχικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχικωτάτων — ἀρχικός of fem gen superl pl ἀρχικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχικωτέραις — ἀρχικός of fem dat comp pl ἀρχικωτέρᾱͅς , ἀρχικός of fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχικωτέρων — ἀρχικός of fem gen comp pl ἀρχικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχικῶν — ἀρχικός of fem gen pl ἀρχικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχικόν — ἀρχικός of masc acc sg ἀρχικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχικώτατα — ἀρχικός of adverbial superl ἀρχικός of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”