ἀρχ-ιερεύς

ἀρχ-ιερεύς

ἀρχ-ιερεύς, , Oberpriester, Her. 2, 143 u. öfter; pontifex maximus, Plut. Num. 9.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρέκτης — ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α [ῥέζω (Ι)] δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικός («ἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον») αρχ. ιερεύς …   Dictionary of Greek

  • ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… …   Dictionary of Greek

  • δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • αιδέσιμος — Ο σεβάσμιος, ο έντιμος, ο σεμνός. 0 Παυσανίας (Λακων. 5,6) αποκαλεί το ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα Πελοποννησέοις πάσιν αιδέσιμον. Το επίθετο α. χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας ή κατόχους υψηλού αξιώματος «ήγετο …   Dictionary of Greek

  • ιερεύω — ἱερεύω (ΑΜ, Α ιων. τ. ἱρεύω) [ιερεύς] θυσιάζω αρχ. 1. (ενεργ. και παθ.) σφάζω ζώο για συμπόσιο («βοῡς ἱερεύοντες... εἰλαπινάζουσιν», Ομ. Οδ.) 2. (ενεργ. και παθ.) αφιερώνω σε θεό («παρθένον τὴν ἱερευομένην», Παυσ.) …   Dictionary of Greek

  • ιεροφάντης — Ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας στην αρχαία Ελλάδα, ο οποίος γνώριζε όλα τα σχετικά με τη θρησκεία ζητήματα. Ήταν ο ιερατικός άρχοντας στη λατρεία των Ελευσίνιων μυστηρίων και ανήκε πάντα στο γένος των Ευμολπιδών. * * * ὁ (Α ἱεροφάντης και ιων.… …   Dictionary of Greek

  • κρεάγρα — η (Α κρεάγρα) περόνη ή λαβίδα που χρησιμεύει για το βγάλσιμο τού κρέατος από τη χύτρα («καὶ πᾱν ὅ ἐὰν ἀνέβη ἐν τή κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς», ΠΔ.) αρχ. άγκιστρο, αρπάγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + άγρα (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. οστ άγρα,… …   Dictionary of Greek

  • πομπεύω — ΝΑ [πομπή / πομπός] βρίζω με χυδαία σκώμματα, κοροϊδεύω, χλευάζω νεοελλ. 1. υποβάλλω σε διαπόμπευση, διαπομπεύω 2. διασύρω, εξευτελίζω δημόσια αρχ. 1. συνοδεύω κάποιον ως πομπός, τόν οδηγώ στον δρόμο του, προπομπεύω* 2. οδηγώ πομπή 3. προχωρώ σε… …   Dictionary of Greek

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”