- ἀρχεσί-μολπος
ἀρχεσί-μολπος, μοῦσα, gefangbeginnend, Stesichor. bei Ath. IV, 180 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχεσί-μολπος, μοῦσα, gefangbeginnend, Stesichor. bei Ath. IV, 180 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρχεσίμολπος — ἀρχεσίμολπος, ον (Α) (για μούσα) αυτή που αρχίζει το τραγούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχεσι (< αρχε *, κατά το πρότυπο των συνθέτων του τύπου ακεσί μβροτος, αλγεσί θυμος, αλφεσί βοιος κ.ά.) + μολπος < μέλπω «ψάλλω, τραγουδώ»] … Dictionary of Greek