- ἀρχ-ιρεύς
ἀρχ-ιρεύς, ion. = ἀρχιερεύς, Her.; Luc. Dea Syr. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρχ-ιρεύς, ion. = ἀρχιερεύς, Her.; Luc. Dea Syr. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερέας — Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, ο όρος με τη στενή του σημασία δηλώνει τον κληρικό του δεύτερου ιερατικού βαθμού (πρεσβύτερος). Με ευρύτερη, όμως, έννοια χαρακτηρίζει τους κληρικούς και των τριών βαθμών (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος). Στον… … Dictionary of Greek