- ὀρφνήεις
ὀρφνήεις, εσσα, εν, poet. = ὀρφνός; Qu. Sm. 3, 655; Man. 4, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρφνήεις, εσσα, εν, poet. = ὀρφνός; Qu. Sm. 3, 655; Man. 4, 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορφνήεις — ὀρφνήεις, εσσα, εν (Α), ορφνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρφνη «σκοτάδι» + κατάλ. ήεις (πρβλ. ομιχλ ήεις)] … Dictionary of Greek
ὀρφνήεις — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφνήεσσα — ὀρφνήεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)