ὀρφίσκος (eigtl. = Vorigem), ὁ, = κίχλη 2), Pancrat. bei Ath. VII, 305 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορφίσκος — ὀρφίσκος, ὁ (Α) [ορφός] είδος θαλάσσιου ψαριού, η κίχλη … Dictionary of Greek
ὀρφίσκον — ὀρφίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)