- ὀρφνίς
ὀρφνίς, ίδος, ἡ, ein schwarzes Kleid, Hesych., wie ὀρφνίον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρφνίς, ίδος, ἡ, ein schwarzes Kleid, Hesych., wie ὀρφνίον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορφνίς — ὀρφνίς, ίδος, ἡ (Α) [όρφνη] (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μέλαν ἱμάτιον καὶ ὀρφνῶδες» … Dictionary of Greek
παρορφνιδωτός — ή, όν Α (για χιτώνα) αυτός που έχει μαύρες παρυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀρφνίς* ίδος» (< ὄρφνη «σκοτάδι») + κατάλ. ωτός] … Dictionary of Greek