ὀρυμαγδός

ὀρυμαγδός

ὀρυμαγδός, (vgl. ὠρύω u. ἀράσσω), Geräusch, Lärm, bes. das verworrene Getöse versammelter Heere od. der Kämpfenden; πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ὀρώρει, Il. 2, 810; oft von den in die Schlacht Ziehenden; πολὺς δ' ὀρυμαγδὸς ἐπ' αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν, 10, 185; δρυτόμων ἀνδρῶν, 16, 633; vom rauschenden Flusse, ῤέων ἕπετο μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ, 21, 256, vgl. 313; von dem Getöse, welches der Kyklop macht, indem er das Bündel Holz hinwirft, Od. 9, 235; Hes. Sc. 401.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὀρυμαγδός — loud noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… …   Dictionary of Greek

  • ὀρυμαγδοῦ — ὀρυμαγδός loud noise masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυμαγδούς — ὀρυμαγδός loud noise masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυμαγδῶν — ὀρυμαγδός loud noise masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυμαγδῷ — ὀρυμαγδός loud noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρυμαγδόν — ὀρυμαγδός loud noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορυγμαδός — ὀρυγμαδός, ὁ (Α) ισχυρός κρότος, ορυμαγδός («ὀρυγμαδός ψόφος, κτύπος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ὀρυμαγδός*] …   Dictionary of Greek

  • έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… …   Dictionary of Greek

  • ορυγμάδες — ὀρυγμάδες (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θόρυβοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορυμαγδός] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρούς — ά, ούν / σιδηροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, α, ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, εσσα, εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, α, ον, και σιδήρειος, είη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”