- παρ-έκ-στασις
παρ-έκ-στασις, ἡ, = ἔκστασις, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-έκ-στασις, ἡ, = ἔκστασις, Euseb.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραστάσιμον — τὸ, Μ ποινή ορθοστασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στάσις (< ἵστημι / ἵσταμαι)] … Dictionary of Greek
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek