ὀρτάλιχος

ὀρτάλιχος

ὀρτάλιχος, ὁ, = ὀρταλίς; Aesch. Ag. 54; Ar. Av. 836, die Küchlein, wo der Schol. bemerkt, daß böotisch so die Hähne hießen; vgl. Strattis bei Ath. XIV, 622 a; Theocr. 13, 12; Nic. Al. 165 u. a. sp. D., wie Archi. 26 (IX, 346).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ορτάλιχος — ὀρτάλιχος, ὁ (ΑΜ) 1. υποκορ. τού ορταλίς*. 2. νεοσσός 3. νεογνό ζώου 4. (βοιωτ. τ.) αλεκτρυών, πετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρταλίς + εκφραστικό επίθημα ιχος (πρβλ. κόψιχος)] …   Dictionary of Greek

  • ὀρτάλιχος — chick masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρταλίχοισι — ὀρτάλιχος chick masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρταλίχους — ὀρτάλιχος chick masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρταλίχων — ὀρτάλιχος chick masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρτάλιχοι — ὀρτάλιχος chick masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρτάλιχον — ὀρτάλιχος chick masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οβρίκαλα — ὀβρίκαλα και ποιητ. τ. ὄβρια, τὰ (Α) νεογνά ζώων, ιδίως άγριων («λεόντων πάντων τ ἀγρονόμων φιλομάστοις θηρῶν ὀβρικάλοισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. οβρίκαλα μαρτυρείται στον Αισχύλο στη δοτ. τού πληθ. ὀβρικάλοισι (και ὀβρίχοισι) …   Dictionary of Greek

  • ορταλιχεύς — ὀρταλιχεύς, ὁ (Α) [ορτάλιχος] νεογνό πτηνού, νεοσσός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”