- ἀρτι-λογία
ἀρτι-λογία, ἡ, das Fertig-, Deutlichreden, Poll. 6, 150.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρτι-λογία, ἡ, das Fertig-, Deutlichreden, Poll. 6, 150.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek