- ἀρτι-τέλεστος
ἀρτι-τέλεστος, chen vollendet, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρτι-τέλεστος, chen vollendet, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοτέλεστος — μεσοτέλεστος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ τελειωμένος, μισοτελειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αρτι τέλεστος, ημι τέλεστος] … Dictionary of Greek
υψιτέλεστος — ον, ΜΑ αυτός που τελείται στα ύψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + τελεστός (< τελῶ), πρβλ. ἀρτι τέλεστος] … Dictionary of Greek
αρτιτέλεστος — ἀρτιτέλεστος, ον (Μ) αυτός που συντελέστηκε πρόσφατα, μόλις τώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + τελεστός < τελώ] … Dictionary of Greek