- ὀρσί-κτυπος
ὀρσί-κτυπος, Lärm erregend, Ζεύς, der Donner Erregende, Pind. Ol. 11, 85.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρσί-κτυπος, Lärm erregend, Ζεύς, der Donner Erregende, Pind. Ol. 11, 85.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορσίκτυπος — ὀρσίκτυπος, ον (Α) αυτός που προκαλεί θόρυβο, που βροντά («ὀρσικτύπου Διός... κεραυνόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + κτύπος] … Dictionary of Greek