- ὀρσί-πους
ὀρσί-πους, ποδος, den Fuß erhebend, bewegend, schnellfüßig, ἔλαφοι, Simm. ov. (XV, 27).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρσί-πους, ποδος, den Fuß erhebend, bewegend, schnellfüßig, ἔλαφοι, Simm. ov. (XV, 27).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορσίπους — ὀρσίπους, ποδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που σηκώνει, που θέτει σε κίνηση τα πόδια, ταχύς, ταχύπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + πούς] … Dictionary of Greek