ὀρσο-θύρη

ὀρσο-θύρη

ὀρσο-θύρη, , wahrscheinlich eine Thür, zu der man auf Stufen, auf einer Treppe hinansteigt, eine Stufenthür, Od. 22, 126. 333, vgl. bes. 132, ἀν' ὀρσοϑύρην ἀναβαίνειν; nach den alten Erklärern ϑύρα τις ἐπίσημος, ὑψηλοτέραν πρόςβασιν ἔχουσα, auch ἐκτομὰς ϑύρα, δι' ἧς εἰς ὑπερῷον ἀναβαίνουσιν ὀρούοντες ἐπ' αὐτῆς. Auch Simon. bei E. M. 634 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • όρρος — ὄρρος, ὁ (Α) 1. το άκρο τού ιερού οστού 2. το μέρος μεταξύ τών σκελών και τής έδρας, το περίνεο, το μέρος γύρω από τους γλουτούς 3. πρωκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρωπαϊκή λ. που συνδέεται με αρμ. or, αρχ. άνω γερμ. ars, αγγλοσαξ. ears «οπίσθια»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”