- ὀρσι-πετής
ὀρσι-πετής, ές, den Flug erhebend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀρσι-πετής, ές, den Flug erhebend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορσιπέτης — ὀρσιπέτης (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑψοῡ πετόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσι (βλ. λ. όρνυμι) + πέτης (< πέτομαι), πρβλ. αερο πέτης] … Dictionary of Greek