ὀρσότης, ητος, ἡ, = ὁρμή, Hdn. περὶ μον. λέξ. p. 40, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ορσότης — ὀρσότης, ἡ (Α) ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρσ τού όρνυμι (κατ επίδραση τών σύνθ. σε ορσι , βλ. λ. όρνυμι) + κατάλ. ότης] … Dictionary of Greek
ὀρσότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)