- ἀρπεδής
ἀρπεδής, ές (πέδον – ἀρι?), Nic. Th. 420, flach, κάρη, Schol. ἐπίπλατον καὶ ὁμαλόν. Davon
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρπεδής, ές (πέδον – ἀρι?), Nic. Th. 420, flach, κάρη, Schol. ἐπίπλατον καὶ ὁμαλόν. Davon
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁρπεδές — ἁρπεδής flat masc/fem voc sg ἁρπεδής flat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)