- ὀπῑπευτήρ
ὀπῑπευτήρ, ῆρος, ὁ, spätere Form für ὀπιπτευτήρ, Maneth. 6, 584.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπῑπευτήρ, ῆρος, ὁ, spätere Form für ὀπιπτευτήρ, Maneth. 6, 584.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπιπευτήρ — ὀπιπευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής, παρατηρητής («ἑζόμενοι στοιχηδὸν ὀπιπευτῆρες ἀγῶνος», Νόνν.) 2. παρθενοπίπης* («ἄνδρας μὲν μάχλους και οπιπευτῆρας ἔτευξαν», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπιπεύω «παρακολουθώ, κοιτάζω επίμονα» + … Dictionary of Greek
ὀπιπευτῆρα — ὀπιπευτήρ starer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπιπευτῆρας — ὀπιπευτήρ starer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπιπευτῆρες — ὀπιπευτήρ starer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπιπευτῆρι — ὀπιπευτήρ starer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπιπευτῆρος — ὀπιπευτήρ starer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)